παρερμηνευτής

παρερμηνευτής
ὁ, ΝΜ [παρερμηνεύω]
αυτός που ερμηνεύει κάτι εσφαλμένα είτε σκόπιμα
μσν.
στον πληθ. οἱ παρερμηνευταί
χριστιανική αίρεση τής οποίας οι οπαδοί παρερμήνευαν τις Γραφές.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”